- συστάθμισις
- συστάθμ-ισις, εως, ἡ,A relative weighing, Zos.Alch.p.178 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συστάθμισις — ίσεως, ἡ, Α [συσταθμίζω] η αναλογική ρύθμιση με ζύγισμα δύο ειδών … Dictionary of Greek
συσταθμίσεως — συσταθμίσεω̆ς , συστάθμισις relative weighing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)